- ρωσόφιλος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που διάκειται φιλικά προς τους Ρώσους και το πολιτειακό τους σύστημα («ρωσόφιλο κόμμα»)2. (το αρσ. πληθ. ώς ουσ.) οι ρωσόφιλοιοι φίλοι και θαυμαστές τού Καποδίστρια ως κυβερνήτη τής Ελλάδας, οι οποίοι συγκρότησαν το λεγόμενο Ρωσικό Κόμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώσος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. γαλλό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Ιωάννη Περβάνογλου].
Dictionary of Greek. 2013.