ρωσόφιλος

ρωσόφιλος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που διάκειται φιλικά προς τους Ρώσους και το πολιτειακό τους σύστημα («ρωσόφιλο κόμμα»)
2. (το αρσ. πληθ. ώς ουσ.) οι ρωσόφιλοι
οι φίλοι και θαυμαστές τού Καποδίστρια ως κυβερνήτη τής Ελλάδας, οι οποίοι συγκρότησαν το λεγόμενο Ρωσικό Κόμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώσος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. γαλλό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Ιωάννη Περβάνογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • Κωνστάντιος — I (; – Κωνσταντινούπολη 1743). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ρωσικής καταγωγής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου. II Όνομα δύο πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντινούπολη ; – 1859). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1830… …   Dictionary of Greek

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Μουρούζης — Επώνυμη βυζαντινής και φαναριώτικης οικογένειας. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), οι Μ. κατέφυγαν στην Τραπεζούντα και συνδέθηκαν με τον εκεί αυτοκρατορικό οίκο. Ο φαναριώτικος κλάδος εγκαταστάθηκε το 1665 στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”